Tuesday, April 26, 2011

Ακολουθώντας τις σοφές οδηγίες του πατέρα

Michael Ende - Καθρέφτης μέσα στον καθρέφτη

"Ακολουθώντας τις σοφές οδηγίες του πατέρα και δασκάλου του ο γιος κατάφερε επιτέλους να πραγματοποιήσει τα όνειρα του και να αποκτήσει φτερούγες. Για χρόνια πολλά δούλευε σκληρά  με τη φαντασία του κι έδινε μορφή στο ένα πούπουλο μετά το άλλο, στο ένα κοκαλάκι μετά το άλλο, στα νεύρα και στους μυς. Είχε καταφέρει να φτερώσουν οι φτερούγες του ακριβώς στο σωστό σημείο πίσω από τους ώμους του (κι ήταν πολύ δύσκολο να δει με τα μάτια της φαντασίας την ίδια του την πλάτη).
        Είχε μάθει σιγά-σιγά να τις κινεί όπως έπρεπε. Παρόλο που ήταν μια σκληρή δοκιμασία  για την υπομονή του, συνέχισε να εξασκείται, ώσπου μετά από αναρίθμητες αποτυχημένες προσπάθειες κατάφερε για  πρώτη φορά να υψωθεί για μια στιγμή μονάχα στον αέρα.. Ύστερα όμως απέκτησε εμπιστοσύνη στη δουλειά του, χάρη στο σταθερό συνδυασμό φιλίας και αυστηρότητας με την οποία τον καθοδηγούσε ο πατέρας του. Με το πέρασμα του χρόνου συνήθισε τόσο πολύ της φτερούγες του, που τις θεωρούσε πια αναπόσπαστο μέλος του σώματός του κι ένιωθε και μ’ αυτές τον πόνο και την ευχαρίστηση. Στην αρχή χρειάστηκε να σβήσει από την μνήμη του όλα τα χρόνια που είχε ζήσει χωρίς φτερούγες. Πίστεψε ότι γεννήθηκε μ’ αυτές, όπως και με τα μάτια ή τα χέρια του. Ήταν πια έτοιμος.
        Δεν ήταν καθόλου μα καθόλου απαγορευμένο να φύγει κανείς από την Πόλη του Λαβυρίνθου. Αντίθετα, όποιος τα κατάφερνε, περνούσε για ήρωας , για Ευλογημένος και την ιστορία του διηγιόνταν για καιρό. Η εκπληκτική αυτή τύχη, όμως, προοριζόταν αποκλείστηκα για τους Ευτυχισμένους. Οι νόμοι που ρύθμιζαν τη ζωή των κατοίκων του Λαβυρίνθου ήταν παράδοξοι, αλλά δεν μπορούσαν να αλλάξουν με τίποτα. Ένας από τους πιο σημαντικούς ήταν ο εξής: Μόνο όποιος εγκαταλείπει το Λαβύρινθο, μπορεί να γίνει ευτυχισμένος, ωστόσο μόνο ο ευτυχισμένος καταφέρνει να ξεφύγει από το Λαβύρινθο. Αλλά οι ευτυχισμένοι ήταν πολύ σπάνιοι, ίσως ένας-δύο κάθε χίλια χρόνια.
        Όποιος αποφάσιζε να τολμήσει, έπρεπε πρώτα να υποβληθεί σε μια τρομερή δοκιμασία. Αν αποτύχαινε, δεν θα τιμωρούσαν τον ίδιο, αλλά το δάσκαλό του, κι τιμωρία ήταν σκληρή και φοβερή. Το πρόσωπο του πατέρα του είχε σοβαρέψει πολύ όταν του είπε: «Οι φτερούγες αυτές μπορούν να σηκώσουν μόνο όποιον είναι ελαφρύς. Και μόνο η ευτυχία σε κάνει ανάλαφρο». Στη συνέχεια τον κοίταξε για ώρα πολύ το γιο του εξεταστικά και τέλος τον ρώτησε: «Είσαι ευτυχισμένος;»
        «Ναι πατέρα, είμαι ευτυχισμένος», ήταν η απάντηση του. Ω, αν αυτό ήταν όλο τότε δεν κινδύνευε! Ήταν τόσο ευτυχισμένος, που πίστευε ότι θα μπορούσε να πετάξει και χωρίς φτερούγες. Γιατί αγαπούσε. Αγαπούσε μ’ όλη τη θέρμη και τον ενθουσιασμό της νεαρής καρδίας του, αγαπούσε χωρίς όρους και φραγμούς, χωρίς τη σκιά της παραμικρής αμφιβολίας. Και ήξερε ότι η αγάπη του εύρισκε την ίδια ανταπόκριση. Ήξερε ότι η αγαπημένη του τον περίμενε. Το βράδυ, μετά τη δοκιμασία, μετά την επιτυχία, θα πήγαινε στο ανοιχτογάλαζο δωμάτιο της. Τότε θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του, ανάλαφρη σαν φεγγαραχτίδα, κι αιώνια αγκαλιασμένοι θα υψωνόταν πάνω απ΄ την πόλη, θα άφηναν πίσω τους τα τοίχοι της σαν να ήταν παιχνιδάκι που δεν ήταν πια για αυτούς, και θα πετούσαν σ’ άλλες πολιτείες. Πάνω από δάση κι έρημους, πάνω από βουνά και θάλασσες, όλο και πιο μακριά, μέχρι τα πέρατα του κόσμου.
        Ήταν ολόγυμνος, δε φορούσε τίποτα παρά μόνο ένα ψαράδικο δίχτυ, που σερνόταν πίσω του σα μακριά ουρά στους δρόμους και στα σοκάκια, στους διαδρόμους και στα δωμάτια. Έτσι ήταν το τελετουργικό σ’ αυτή την τελευταία αποφασιστική δοκιμασία. Ήταν βέβαιος ότι θα τα κατάφερνε, ότι θα απαντούσε στην ερώτηση που θα του έκαναν, παρόλο που ακόμα δεν την ήξερε. Ήξερε μόνο ότι η ερώτηση ήταν ειδικά διατυπωμένη για τον κάθε υποψήφιο, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του. Κι έτσι καμιά δεν έμοιαζε ποτέ με τις άλλες. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το πρόβλημα ήταν ακριβώς αυτό: να γνωρίζει κανείς τόσο καλά τον εαυτό του, ώστε να μπορεί να καταλάβει ποια θα ήταν η ερώτηση που τον αφορούσε. Η μοναδική αυστηρή εντολή, στην οποία ήταν αναγκασμένος να υπακούσει, ήταν πως δεν έπρεπε για κανένα απολύτως λόγο να περάσει την πόρτα της αγαπημένης του, όσο θα κρατούσε η δοκιμασία, πριν δηλαδή από τη δύση του ήλιου. Σ’ αυτή την περίπτωση θα τον απέκλειαν αμέσως, χωρίς δεύτερη συζήτηση.
        Χαμογέλασε νοερά καθώς θυμήθηκε το αυστηρό, σχεδόν θυμωμένο πρόσωπο του σεβαστού και καλόκαρδου πατέρα του, όταν του μίλησε γι΄ αυτή την απαγόρευση. Και να σκεφτεί κανείς ότι δεν ένιωθε ούτε τον παραμικρό πειρασμό να την παραβεί. Αν αυτό ήταν όλο, τότε δεν κινδύνευε. Σ’ αυτό το θέμα ήταν ξέγνοιαστος. Κατά βάθος μάλιστα δεν καταλάβαινε όλες αυτές τις ιστορίες, όπου κάποιος ένιωθε την ακατάσχετη επιθυμία να παρακούσει μια τέτοια εντολή, καταστρέφοντας στο τέλος τα πάντα.
        Περιπλανώμενος στα μπερδεμένα δρομάκια και στα κτίρια της Πόλης του Λαβυρίνθου είχε περάσει πολλές φορές από το πυργωτό οικοδόμημα, στο τελευταίο πάτωμα του οποίου κατοικούσε η αγαπημένη του. Δυο φορές μάλιστα είχε περάσει ακριβώς μπροστά από την πόρτα της, που είχε το νούμερο 401. Και κάθε φορά συνέχιζε το δρόμο του χωρίς να σταματήσει καν. Δεν μπορεί λοιπόν να ήταν αυτή η πραγματική δοκιμασία. Κάτι τέτοιο παραήταν απλό.
        Όπου και να πήγαινε, συναντούσε δυστυχισμένους, που τον κοίταζαν με θαυμασμό, με ζήλια, με φθόνο. Πολλούς από αυτούς τους γνώριζε από παλιά, παρόλο που τέτοιες συναντήσεις ήταν αδύνατο να τις προγραμματίσει κανείς. Στην Πόλη του Λαβυρίνθου άλλαζαν γρήγορα οι θέσεις των σπιτιών και των δρόμων, με τέτοιο τρόπο ώστε κανείς δεν κανόνιζε να συναντηθεί κάπου με κάποιον άλλον. Όλες οι συναντήσεις πραγματοποιούνταν τυχαία ή μοιραία, ανάλογα πως το έβλεπε κανείς.
        Κάποια στιγμή ο γιος ένιωσε ότι το δίχτυ που έσερνε πίσω του, πιάστηκε κάπου και γύρισε να δει. Ένας κουτσός ζητιάνος, καθισμένος στην εσοχή μιας πόρτας, είχε μπλέξει το δεκανίκι του στις τρύπες του διχτυού του.
        «Τι κάνεις εκεί;» τον ρώτησε.
        «Λυπήσου με!», απάντησε ο ζητιάνος με ικετευτική φωνή.
«Αυτό που θέλω από εσένα δεν είναι τίποτα, για μένα όμως σημαίνει πάρα πολλά. Είσαι ένας ευτυχισμένος και θα ξεφύγεις από δω μέσα. Εγώ όμως θα μείνω για πάντα εδώ, γιατί δεν πρόκειται ποτέ να γίνω ευτυχισμένος. Γι’ αυτό σε ικετεύω, πάρε τουλάχιστον λίγη από τη δυστυχία μου μαζί σου. Έτσι θα λυτρωθεί κι ένα ελάχιστο κομματάκι του εαυτού μου. Κι αυτό θα είναι μεγάλη παρηγοριά για εμένα».
        Οι ευτυχισμένοι σπάνια είναι σκληρόκαρδοι, λυπούνται τους άλλους και θέλουν να δώσουν σ’ όλους από το περίσσευμα τις ευφορίας τους.
        «Εντάξει», είπε ο γιος, «χαίρομαι που μπορώ να σου κάνω χάρη με τόσο λίγα».
        Στην άλλη κιόλας γωνιά έπεσε σε μια κακόμοιρη μάνα, ντυμένη με κουρέλια, με τρία πεινασμένα παιδιά.
        «Τη χάρη που έκανες σε αυτόν εκεί, δε θα την αρνηθείς σε μας», του είπε με φωνή όλο μίσος.
        Κι έδεσε ένα μικρό σιδερένιο σταυρουδάκι στο δίχτυ του. Από τι στιγμή αυτή και πέρα το δίχτυ του γινόταν όλο και πιο βαρύ. Οι δυστυχισμένοι ήταν αναρίθμητοι στην Πόλη του Λαβυρίνθου κι ο καθένας που συναντούσε το γιο, του ‘δενε κάτι δικό του στο δίχτυ: άλλος παπούτσι, άλλος κόσμημα, έναν τσίγκινο κουβά, ένα σακούλι με χρήματα, κάποιο ρούχο ή μια βαριά σιδερένια σόμπα, ένα κομπολόι, ένα ψόφιο ζώο, ένα εργαλείο και τέλος ακόμα και ένα πορτόφυλλο. Το σούρουπο πλησίαζε και μαζί του και το τέλος της δοκιμασίας. Ο γιος βάδιζε σκυφτός, βήμα με βήμα, καταβάλλοντας τεράστιες προσπάθειες, λες και πολεμούσε να προχωρήσει ενάντια στη θύελλα.  Το πρόσωπό του ήταν λουσμένο στον ιδρώτα, αλλά ή ελπίδα συνέχιζε να λάμπει στα μάτια του, γιατί τώρα πίστευε ότι είχε καταλάβει πια ακριβώς ήταν η δοκιμασία του. Κι ένιωθε αρκετά δυνατός να την φέρει σε πέρας.
        Ύστερα σκοτείνιασε κι όμως κανείς δεν ήρθε να του πει να σταματήσει κι ότι ήταν πια αρκετά. Κουβαλώντας το τεράστιο βάρος του βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει στην ταράτσα του κτιρίου που κατοικούσε η αγαπημένη του. Δεν είχε προσέξει ποτέ του τη θέα από αυτή την ταράτσα. Ήταν μια όμορφη παραλία, που μπορεί όμως να μην ήταν εκεί προηγούμενος. Ανήσυχος είδε τον ήλιο να χάνεται πίσω από το βαρύ ορίζοντα.
        Στην ακτή είδε τέσσερις ευτυχισμένους, ίδιους με αυτόν κι άκουσε μια φωνή να τους ανακοινώνει ότι ήταν ελεύθεροι , παρόλο που δεν μπορούσε να δει αυτόν που μιλούσε. Φώναξε με όλη του τη δύναμη ότι τον είχαν ξεχάσει, αλλά κανείς δεν του ‘δωσε σημασία.
        Με τρεμάμενα χέρια προσπάθησε να απαλλαγεί από το δίχτυ, αλλά δεν κατάφερε να το ξεκολλήσει από πάνω του. Φώναζε και ξαναφώναζε τον πατέρα του τώρα για να έρθει να τον βοηθήσει, κι έσκυβε όσο μπορούσε έξω από το στηθαίο.
        Στο τελευταίο φως της μέρας που αργόσβηνε, είδε την αγαπημένη του εκεί κάτω ντυμένη στα μαύρα. Κάποιος την οδηγούσε έξω από την πόρτα, όπου την περίμενε μια μαύρη άμαξα. Στη στέγη αυτής της άμαξας ήταν ζωγραφισμένο όλο θλίψη και απελπισία, το πρόσωπο του πατέρα του. Η αγαπημένη του ανέβηκε και η άμαξα απομακρύνθηκε, ώσπου χάθηκε στο σκοτάδι.
        Τη στιγμή αυτή ο γιος κατάλαβε ότι η δοκιμασία του ήταν ακριβώς να φανεί ανυπάκουος, κι ότι είχε αποτύχει. Ένιωσε τις ονειροπλασμένες φτερούγες του να μαραίνονται και να πέφτουν από πάνω του, σαν να ήταν  φθινοπωρινά φύλλα, και ήξερε ότι ποτέ πια δεν επρόκειτο να πετάξει, ότι δεν θα γινόταν ποτέ ξανά ευτυχισμένος, κι ότι όσο κρατούσε η ζωή του, θα ‘μενε φυλακισμένος στο Λαβύρινθο.
        Τώρα πια εδώ ήταν η θέση του. "

No comments: