Tuesday, April 26, 2011

Ζω στον κόσμο μου


====================================
emotions/soul #150, from panda@zeus, 241 chars,
Date: Thu 03/13/97 10:06:34
--------------------------


        "Ζω στον κόσμο μου!"

Ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό, σαν απλή φράση ή μομφή.

Υπάρχει και άλλος κόσμος εκτός απο τον δικό μου?????????

....και ενα ειρωνικό χαμόγελο στο πρόσωπο..με μοναδικό αποδέκτη εμένα
και τον κόσμο μου...


:-P.

Είναι δύσκολο να δεις τον εαυτό σου χωρίς καθρέφτη


====================================
emotions/soul #65, from panda@zeus, 723 chars,
Date: Sat 12/07/96 09:06:13
--------------------------
.....όταν είμαι καλά δεν μπορώ να γράψω
ποιος θα μου πει αν είναι φόβος, μήπως ο πύργος είναι χάρτινος
ή μήπως ένας άλλος εαυτός που κοιμάται και ξυπνάει ανά εποχή.


"Συγχώρεσε με που δεν μπορώ να μιλήσω δυνατά......κάθε λέξη ειπωμένη
δυνατά στον χώρο που ζω δημιουργεί έναν αντίλαλο" ...και μετά από
χρόνια πέφτω πάνω στον ξεχασμένο αντίλαλο μιας λέξης που κάποτε είχε
νόημα , αλλά ίσως όχι πια. Και αν ήταν λέξη γραμμένη σε χαρτί το
σκίζω,αλλά με την ανθρώπινη μνήμη δεν θα έχω πότε αυτή την
πολυτέλεια, και όταν αυτή δεν είναι καν δικιά μου...


χαμόγελο....καθώς μόλις τώρα θυμήθηκα τις φορές που αναρωτιόμουνα τι 
φοβάμαι, και δεν είχα βρει τίποτα.


Είναι δύσκολο να δεις τον εαυτό σου χωρίς καθρέφτη

το κορίτσι στην πολυθρόνα


*********************************************************
emotions/soul #30, from panda@zeus, 1216 chars,
Date: Fri 08/30/96 03:33:08
*********************************************************

Και εκείνος δεν έβλεπε πια τον ουρανό
τον είχε κλείσει και αυτόν μεσ'το μυαλό του
όπως και όλα τα αλλά που ο κόσμος τα λέει πραγματικά
και η σιωπή και η οχλαγωγία μέσα του
το κρύο και το ζεστό, το παντού και το πουθενά,
το μηδέν και το άπειρο.

και έτσι μονός ήταν και αυτός
μονός και όχι μονός
όλη του η ζωή κινούνταν ανάμεσα στα δυο
αλλά το μονός δεν έγινε ποτέ μαζί
στιγμές που ήρθαν κοντά και μετά έφυγαν
και πολλά δυνατά πράγματα έμειναν μέσα του
αν όχι όλα...για να φτάσει να κοιτάζει βουβός.....

να κοιτάζει βουβός το κορίτσι στην πολυθρόνα
και να απορεί, και να ταξιδεύει και να χάνεται
και ο κόσμος να αλλάζει μορφή
τα πράγματα δεν είναι όπως νόμιζε
ο κόσμος δεν είναι στο μυαλό του
και το μονός είναι η απάτη που ο ίδιος επέβαλε
Όταν κάποιος τόσο μακριά μπορεί να δει αυτό που εγώ δεν μπορώ να δω
μέσα μου....δεν μπορεί να είμαι μονός

και μέσα σε αυτές τις σκέψεις χάθηκε
και βρέθηκε μέσα στο σκοτάδι που ο ίδιος διάλεξε
που και που θα ξεπροβάλει για να βλέπει το κερί
και έτσι θα μετράει το χρόνο που πέρασε
καθώς όλοι, και το κορίτσι θα είναι πια πολύ μακριά

και αν ρωτήσει κανείς που είναι το νόημα
δεν έχει πάρα να ζήσει αυτή την στιγμή
που βουβός θα μείνει να κοιτάζει κάτι τόσο όμορφο
όσο αυτό...

το παιχνιδι της αναίρεσης


******************************************************************************
poetry/yours#92, από arsisath@zeus, 1208 χαρακτήρες 
Ημερομηνία: Fri 07/05/96 03:26:33
******************************************************************************


Μια απο αυτές τις ημέρες λοιπόν
ή μάλλον μια ακόμα απο αυτές τις μέρες
που τίποτα δεν έχει νόημα
που η μουσική έχει γίνει ήχος σιωπής
και η ζωή τοπίο βυθού σε βάθος που ο ήλιος δεν φτάνει


Απουσία αισθήσεων η μαυρη οθόνη που τώρα κοιτάζω
οι λευκές κουκίδες προσπαθούν κάτι να πουν
σε ποιον και τι δεν έχω καθορίσει
ίσως σε εσένα που η μαυρη οθόνη σε ενοχλεί.


Εμένα τίνει να μού γίνει συνήθεια
όχι επειδή η οθόνη μου ειναι πάντα μαύρη
αλλά επειδή τα μάτια μου δεν εχουν συνηθίσει 
να βλέπουν στο λευκό


Δεν θα απολογηθώ σε κανένα για αυτό που ειμαι
ουτε θα απολογηθώ επειδή το λευκό με θαμπώνει
ούτε θα πώ οτι το μαύρο ειναι το χρώμα μου
γιατι το μαύρο δεν είναι χρώμα
και γιατί ούτε καν αυτό ειναι δικό μου


Βολεύτικα στην ασυνέπεια μου
και γιατί τωρα εδώ να γράφω
αφου ουτε μαυρο ουτε λευκό ειναι δικά μου
και γιατί τόσο να θέλω να σου μιλήσω
και γιατί για αυτό να προσπαθώ
αφου τίποτα δεν έχει νόημα θα έπρεπε να σιωπώ
αλλά....μηπώς τελικά είπα και τίποτα?




Ωραιο το παιχνιδι της αναίρεσης
το παίζω εδώ και καιρό
αν και καμία φορά καταντά κουραστικό
είναι το μόνο που για'μενα έχει νόημα
αλλά απο την άλλη μεριά
δεν έχει καν αυτό

λέξεις...


====================================
emotions/soul #67, from panda@zeus, 1725 chars,
Date: Sun 12/08/96 16:45:16
--------------------------

Ο πρωταγωνιστής σε αυτή την σκηνή, ψάχνοντας σε βιβλία αναζητά  λέξεις...
"Πρέπει να βρω την δικιά μου φωνή, τον δικό μου λόγο.
Πρέπει να βρω  την λέξη, τις λέξεις.
Το βιβλίο αυτό έχει πάρα πολλές: Ανεξιχνίαστος ,  ανέξοδος, ανεπαίσθητος, ανεπανόρθωτος, ανεπάρκεια, ανεπαρκής,  ανεπαρκώς, ανέπαφος...." 

Ο πρωταγωνιστής αναζήτησε το νόημα μέσα στην τυχαιότητα της  σελίδας του λεξικού που άνοιξε.
"Η σειρά είναι αλφαβητική, αλλά γιατί να τύχω σε αυτήν εδώ τη σελίδα?" 

 Θαρρείς και το βιβλίο προσπαθούσε κάτι να του πει, ανέξοδος,  ανεπαίσθητος, ανεπαρκής.
Ξαφνικά ταυτίστηκε με τις λέξεις. Τις σήκωσε μία μία ψηλά σαν σημαίες.  Φώναζε στους θεατές, μη φανταστείτε κανένα πλήθος, μόνος στην σκηνή  αλλά μέσα στο παραλήρημα του το κοινό ήταν εκεί...
Ο πρωταγωνιστής ήταν χαρούμενος. Με τις δανεισμένες από το βιβλίο  λέξεις μπορούσε να μιλάει, εκσφενδονίζοντας τις δεξιά και αριστερά. Η αυλαία δεν έπεσε, αλλά μια λέξη εξοστρακίστηκε στο μπρούτζινο  κηροπήγιο και χτύπησε τον νεαρό της ιστορίας μας στο πρόσωπο. Σαστισμένος σιώπησε και άρχισε να παρατηρεί τα αντικείμενα γύρω του. Το κηροπήγιο, το ανοιχτό βιβλίο, την ξύλινη σκηνή, τις καρέκλες με τους  φανταστικούς θεατές, τις λέξεις που είχαν ακόμα απομείνει στον αέρα,  οντότητες ξεχωριστές από αυτόν, που εύκολα ήταν και αφέντης και  σκλάβος τους μαζί.
Έσβησε το κηροπήγιο και απόμεινε μόνος. Για λίγο ακόμα ένιωθε τις  ελαφρές αναταράξεις του αέρα, και άκουγε τον χαρακτηριστικό θόρυβο,  σαν θρόισμα, των γραμμάτων που πέταγαν σε σχηματισμό...
Αποφάσισε να αρθρώσει τον δικό του λόγο και ψηλαφώντας στο σκοτάδι  βρήκε το βιβλίο και το πέταξε στο κοινό με οργή.
Λεπτά σιωπής, ώρες σιωπής, μέρες.....
Ο επόμενος ήχος που ακούστηκε ήταν το κλάμα ενός μωρού..... 

το τέλος μιας εποχής


====================================
emotions/soul #138, from panda@zeus, 819 chars,
Date: Thu 02/20/97 10:49:39
There is/are comment(s) on this message.
--------------------------


Ήταν το τέλος μιας εποχής, με όλη την αγωνία που έχει κάθε τέλος.


Η κυριαρχία της βαρβαρότητας αν είσαι από την μεριά των αιώνια νοσταλγών, ο Θρίαμβος του πολιτισμού και της εξέλιξης αν είσαι από τους άλλους, μια και  ποτέ στην ζωή μου δεν βρέθηκα σε μέρος, που να μην υπάρχουν αυτοί και εκείνοι, εμείς και οι άλλοι, και σίγουρα με αυτό το παράπονο θα πάω.


"it was the best of times...it was the worst of times...."


O ήλιος λάμπει απάνω μου, το τσιγάρο στο στόμα, με μαύρα γυαλιά μπροστά από μια οθόνη σε ένα σύγχρονο film noir...
Who needs reality anyway....
Οι Pink Floyd μέσα από sound blaster ......


"sleepy time in my life with love by my side, she"s breathing low, and the canderlight dies...."


Σε λίγο το τηλέφωνο θα διαλύσει τη στιγμή, και κάποιος θα μπει στο δωμάτιο με τα κουτιά....


aurevoir....


P.

Ακολουθώντας τις σοφές οδηγίες του πατέρα

Michael Ende - Καθρέφτης μέσα στον καθρέφτη

"Ακολουθώντας τις σοφές οδηγίες του πατέρα και δασκάλου του ο γιος κατάφερε επιτέλους να πραγματοποιήσει τα όνειρα του και να αποκτήσει φτερούγες. Για χρόνια πολλά δούλευε σκληρά  με τη φαντασία του κι έδινε μορφή στο ένα πούπουλο μετά το άλλο, στο ένα κοκαλάκι μετά το άλλο, στα νεύρα και στους μυς. Είχε καταφέρει να φτερώσουν οι φτερούγες του ακριβώς στο σωστό σημείο πίσω από τους ώμους του (κι ήταν πολύ δύσκολο να δει με τα μάτια της φαντασίας την ίδια του την πλάτη).
        Είχε μάθει σιγά-σιγά να τις κινεί όπως έπρεπε. Παρόλο που ήταν μια σκληρή δοκιμασία  για την υπομονή του, συνέχισε να εξασκείται, ώσπου μετά από αναρίθμητες αποτυχημένες προσπάθειες κατάφερε για  πρώτη φορά να υψωθεί για μια στιγμή μονάχα στον αέρα.. Ύστερα όμως απέκτησε εμπιστοσύνη στη δουλειά του, χάρη στο σταθερό συνδυασμό φιλίας και αυστηρότητας με την οποία τον καθοδηγούσε ο πατέρας του. Με το πέρασμα του χρόνου συνήθισε τόσο πολύ της φτερούγες του, που τις θεωρούσε πια αναπόσπαστο μέλος του σώματός του κι ένιωθε και μ’ αυτές τον πόνο και την ευχαρίστηση. Στην αρχή χρειάστηκε να σβήσει από την μνήμη του όλα τα χρόνια που είχε ζήσει χωρίς φτερούγες. Πίστεψε ότι γεννήθηκε μ’ αυτές, όπως και με τα μάτια ή τα χέρια του. Ήταν πια έτοιμος.
        Δεν ήταν καθόλου μα καθόλου απαγορευμένο να φύγει κανείς από την Πόλη του Λαβυρίνθου. Αντίθετα, όποιος τα κατάφερνε, περνούσε για ήρωας , για Ευλογημένος και την ιστορία του διηγιόνταν για καιρό. Η εκπληκτική αυτή τύχη, όμως, προοριζόταν αποκλείστηκα για τους Ευτυχισμένους. Οι νόμοι που ρύθμιζαν τη ζωή των κατοίκων του Λαβυρίνθου ήταν παράδοξοι, αλλά δεν μπορούσαν να αλλάξουν με τίποτα. Ένας από τους πιο σημαντικούς ήταν ο εξής: Μόνο όποιος εγκαταλείπει το Λαβύρινθο, μπορεί να γίνει ευτυχισμένος, ωστόσο μόνο ο ευτυχισμένος καταφέρνει να ξεφύγει από το Λαβύρινθο. Αλλά οι ευτυχισμένοι ήταν πολύ σπάνιοι, ίσως ένας-δύο κάθε χίλια χρόνια.
        Όποιος αποφάσιζε να τολμήσει, έπρεπε πρώτα να υποβληθεί σε μια τρομερή δοκιμασία. Αν αποτύχαινε, δεν θα τιμωρούσαν τον ίδιο, αλλά το δάσκαλό του, κι τιμωρία ήταν σκληρή και φοβερή. Το πρόσωπο του πατέρα του είχε σοβαρέψει πολύ όταν του είπε: «Οι φτερούγες αυτές μπορούν να σηκώσουν μόνο όποιον είναι ελαφρύς. Και μόνο η ευτυχία σε κάνει ανάλαφρο». Στη συνέχεια τον κοίταξε για ώρα πολύ το γιο του εξεταστικά και τέλος τον ρώτησε: «Είσαι ευτυχισμένος;»
        «Ναι πατέρα, είμαι ευτυχισμένος», ήταν η απάντηση του. Ω, αν αυτό ήταν όλο τότε δεν κινδύνευε! Ήταν τόσο ευτυχισμένος, που πίστευε ότι θα μπορούσε να πετάξει και χωρίς φτερούγες. Γιατί αγαπούσε. Αγαπούσε μ’ όλη τη θέρμη και τον ενθουσιασμό της νεαρής καρδίας του, αγαπούσε χωρίς όρους και φραγμούς, χωρίς τη σκιά της παραμικρής αμφιβολίας. Και ήξερε ότι η αγάπη του εύρισκε την ίδια ανταπόκριση. Ήξερε ότι η αγαπημένη του τον περίμενε. Το βράδυ, μετά τη δοκιμασία, μετά την επιτυχία, θα πήγαινε στο ανοιχτογάλαζο δωμάτιο της. Τότε θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του, ανάλαφρη σαν φεγγαραχτίδα, κι αιώνια αγκαλιασμένοι θα υψωνόταν πάνω απ΄ την πόλη, θα άφηναν πίσω τους τα τοίχοι της σαν να ήταν παιχνιδάκι που δεν ήταν πια για αυτούς, και θα πετούσαν σ’ άλλες πολιτείες. Πάνω από δάση κι έρημους, πάνω από βουνά και θάλασσες, όλο και πιο μακριά, μέχρι τα πέρατα του κόσμου.
        Ήταν ολόγυμνος, δε φορούσε τίποτα παρά μόνο ένα ψαράδικο δίχτυ, που σερνόταν πίσω του σα μακριά ουρά στους δρόμους και στα σοκάκια, στους διαδρόμους και στα δωμάτια. Έτσι ήταν το τελετουργικό σ’ αυτή την τελευταία αποφασιστική δοκιμασία. Ήταν βέβαιος ότι θα τα κατάφερνε, ότι θα απαντούσε στην ερώτηση που θα του έκαναν, παρόλο που ακόμα δεν την ήξερε. Ήξερε μόνο ότι η ερώτηση ήταν ειδικά διατυπωμένη για τον κάθε υποψήφιο, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του. Κι έτσι καμιά δεν έμοιαζε ποτέ με τις άλλες. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το πρόβλημα ήταν ακριβώς αυτό: να γνωρίζει κανείς τόσο καλά τον εαυτό του, ώστε να μπορεί να καταλάβει ποια θα ήταν η ερώτηση που τον αφορούσε. Η μοναδική αυστηρή εντολή, στην οποία ήταν αναγκασμένος να υπακούσει, ήταν πως δεν έπρεπε για κανένα απολύτως λόγο να περάσει την πόρτα της αγαπημένης του, όσο θα κρατούσε η δοκιμασία, πριν δηλαδή από τη δύση του ήλιου. Σ’ αυτή την περίπτωση θα τον απέκλειαν αμέσως, χωρίς δεύτερη συζήτηση.
        Χαμογέλασε νοερά καθώς θυμήθηκε το αυστηρό, σχεδόν θυμωμένο πρόσωπο του σεβαστού και καλόκαρδου πατέρα του, όταν του μίλησε γι΄ αυτή την απαγόρευση. Και να σκεφτεί κανείς ότι δεν ένιωθε ούτε τον παραμικρό πειρασμό να την παραβεί. Αν αυτό ήταν όλο, τότε δεν κινδύνευε. Σ’ αυτό το θέμα ήταν ξέγνοιαστος. Κατά βάθος μάλιστα δεν καταλάβαινε όλες αυτές τις ιστορίες, όπου κάποιος ένιωθε την ακατάσχετη επιθυμία να παρακούσει μια τέτοια εντολή, καταστρέφοντας στο τέλος τα πάντα.
        Περιπλανώμενος στα μπερδεμένα δρομάκια και στα κτίρια της Πόλης του Λαβυρίνθου είχε περάσει πολλές φορές από το πυργωτό οικοδόμημα, στο τελευταίο πάτωμα του οποίου κατοικούσε η αγαπημένη του. Δυο φορές μάλιστα είχε περάσει ακριβώς μπροστά από την πόρτα της, που είχε το νούμερο 401. Και κάθε φορά συνέχιζε το δρόμο του χωρίς να σταματήσει καν. Δεν μπορεί λοιπόν να ήταν αυτή η πραγματική δοκιμασία. Κάτι τέτοιο παραήταν απλό.
        Όπου και να πήγαινε, συναντούσε δυστυχισμένους, που τον κοίταζαν με θαυμασμό, με ζήλια, με φθόνο. Πολλούς από αυτούς τους γνώριζε από παλιά, παρόλο που τέτοιες συναντήσεις ήταν αδύνατο να τις προγραμματίσει κανείς. Στην Πόλη του Λαβυρίνθου άλλαζαν γρήγορα οι θέσεις των σπιτιών και των δρόμων, με τέτοιο τρόπο ώστε κανείς δεν κανόνιζε να συναντηθεί κάπου με κάποιον άλλον. Όλες οι συναντήσεις πραγματοποιούνταν τυχαία ή μοιραία, ανάλογα πως το έβλεπε κανείς.
        Κάποια στιγμή ο γιος ένιωσε ότι το δίχτυ που έσερνε πίσω του, πιάστηκε κάπου και γύρισε να δει. Ένας κουτσός ζητιάνος, καθισμένος στην εσοχή μιας πόρτας, είχε μπλέξει το δεκανίκι του στις τρύπες του διχτυού του.
        «Τι κάνεις εκεί;» τον ρώτησε.
        «Λυπήσου με!», απάντησε ο ζητιάνος με ικετευτική φωνή.
«Αυτό που θέλω από εσένα δεν είναι τίποτα, για μένα όμως σημαίνει πάρα πολλά. Είσαι ένας ευτυχισμένος και θα ξεφύγεις από δω μέσα. Εγώ όμως θα μείνω για πάντα εδώ, γιατί δεν πρόκειται ποτέ να γίνω ευτυχισμένος. Γι’ αυτό σε ικετεύω, πάρε τουλάχιστον λίγη από τη δυστυχία μου μαζί σου. Έτσι θα λυτρωθεί κι ένα ελάχιστο κομματάκι του εαυτού μου. Κι αυτό θα είναι μεγάλη παρηγοριά για εμένα».
        Οι ευτυχισμένοι σπάνια είναι σκληρόκαρδοι, λυπούνται τους άλλους και θέλουν να δώσουν σ’ όλους από το περίσσευμα τις ευφορίας τους.
        «Εντάξει», είπε ο γιος, «χαίρομαι που μπορώ να σου κάνω χάρη με τόσο λίγα».
        Στην άλλη κιόλας γωνιά έπεσε σε μια κακόμοιρη μάνα, ντυμένη με κουρέλια, με τρία πεινασμένα παιδιά.
        «Τη χάρη που έκανες σε αυτόν εκεί, δε θα την αρνηθείς σε μας», του είπε με φωνή όλο μίσος.
        Κι έδεσε ένα μικρό σιδερένιο σταυρουδάκι στο δίχτυ του. Από τι στιγμή αυτή και πέρα το δίχτυ του γινόταν όλο και πιο βαρύ. Οι δυστυχισμένοι ήταν αναρίθμητοι στην Πόλη του Λαβυρίνθου κι ο καθένας που συναντούσε το γιο, του ‘δενε κάτι δικό του στο δίχτυ: άλλος παπούτσι, άλλος κόσμημα, έναν τσίγκινο κουβά, ένα σακούλι με χρήματα, κάποιο ρούχο ή μια βαριά σιδερένια σόμπα, ένα κομπολόι, ένα ψόφιο ζώο, ένα εργαλείο και τέλος ακόμα και ένα πορτόφυλλο. Το σούρουπο πλησίαζε και μαζί του και το τέλος της δοκιμασίας. Ο γιος βάδιζε σκυφτός, βήμα με βήμα, καταβάλλοντας τεράστιες προσπάθειες, λες και πολεμούσε να προχωρήσει ενάντια στη θύελλα.  Το πρόσωπό του ήταν λουσμένο στον ιδρώτα, αλλά ή ελπίδα συνέχιζε να λάμπει στα μάτια του, γιατί τώρα πίστευε ότι είχε καταλάβει πια ακριβώς ήταν η δοκιμασία του. Κι ένιωθε αρκετά δυνατός να την φέρει σε πέρας.
        Ύστερα σκοτείνιασε κι όμως κανείς δεν ήρθε να του πει να σταματήσει κι ότι ήταν πια αρκετά. Κουβαλώντας το τεράστιο βάρος του βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει στην ταράτσα του κτιρίου που κατοικούσε η αγαπημένη του. Δεν είχε προσέξει ποτέ του τη θέα από αυτή την ταράτσα. Ήταν μια όμορφη παραλία, που μπορεί όμως να μην ήταν εκεί προηγούμενος. Ανήσυχος είδε τον ήλιο να χάνεται πίσω από το βαρύ ορίζοντα.
        Στην ακτή είδε τέσσερις ευτυχισμένους, ίδιους με αυτόν κι άκουσε μια φωνή να τους ανακοινώνει ότι ήταν ελεύθεροι , παρόλο που δεν μπορούσε να δει αυτόν που μιλούσε. Φώναξε με όλη του τη δύναμη ότι τον είχαν ξεχάσει, αλλά κανείς δεν του ‘δωσε σημασία.
        Με τρεμάμενα χέρια προσπάθησε να απαλλαγεί από το δίχτυ, αλλά δεν κατάφερε να το ξεκολλήσει από πάνω του. Φώναζε και ξαναφώναζε τον πατέρα του τώρα για να έρθει να τον βοηθήσει, κι έσκυβε όσο μπορούσε έξω από το στηθαίο.
        Στο τελευταίο φως της μέρας που αργόσβηνε, είδε την αγαπημένη του εκεί κάτω ντυμένη στα μαύρα. Κάποιος την οδηγούσε έξω από την πόρτα, όπου την περίμενε μια μαύρη άμαξα. Στη στέγη αυτής της άμαξας ήταν ζωγραφισμένο όλο θλίψη και απελπισία, το πρόσωπο του πατέρα του. Η αγαπημένη του ανέβηκε και η άμαξα απομακρύνθηκε, ώσπου χάθηκε στο σκοτάδι.
        Τη στιγμή αυτή ο γιος κατάλαβε ότι η δοκιμασία του ήταν ακριβώς να φανεί ανυπάκουος, κι ότι είχε αποτύχει. Ένιωσε τις ονειροπλασμένες φτερούγες του να μαραίνονται και να πέφτουν από πάνω του, σαν να ήταν  φθινοπωρινά φύλλα, και ήξερε ότι ποτέ πια δεν επρόκειτο να πετάξει, ότι δεν θα γινόταν ποτέ ξανά ευτυχισμένος, κι ότι όσο κρατούσε η ζωή του, θα ‘μενε φυλακισμένος στο Λαβύρινθο.
        Τώρα πια εδώ ήταν η θέση του. "

Friday, April 22, 2011

secrets

"There are no secrets except the secrets that keep themselves"

ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ ΜΕ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ


"ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ ΜΕ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ.

Δεν ξέρω πότε θα θ'ακούσεις εσύ, που σ'εσένα μιλάω.
Και θα μ'ακούσεις άραγε ποτέ;
Τ'ονομά μου είναι Χόρ.
Σε παρακαλώ πλησίασε τ'αυτί σου στο στόμα μου, όσο μακρυά κι'αν βρίσκεσαι, τώρα ή πάντα. Ειδάλλως δεν θα μπορέσω να σου δώσω να με καταλάβεις. Κι αν ακόμα δεχθείς την παράκλησή μου, να έρθεις πως και πάλι θα είναι πολλά αυτά που δεν θα μπορέσω να σου πω. Κι αυτά θα πρέπει να τα καταλάβεις μονάχος σου. Να τα ολοκληρώσεις. Χρειάζομαι τη δική σου φωνή εκεί που η δική μου δεν φτάνει. Η αδυναμία αυτή οφείλεται ίσως στον τρόπο που ζει ο Χορ και στο μέρος που κατοικεί. Γιατί από τότε που μπορεί να θυμηθεί τον εαυτό του μένει σε ένα τεράστιο, εντελώς αδειανό κτήριο, όπου  κάθε λέξη ειπωμένη δυνατά προκαλεί μια ατέλειωτη ηχώ.

Από τότε που μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου. Τι σημαίνει αυτό? Στις καθημερινές του περιπλανήσεις, διασχίζοντας αίθουσες και διαδρόμους, ο Χορ συναντάει πάντοτε τον απόηχο κάποιας ξεχασμένης κραυγής, που απερίσκεπτα είχε αφήσει να του ξεφύγει πριν από χρόνια. Το συναίσθημα που το προκαλούν αυτές οι συναντήσεις με το παρελθόν του είναι οδυνηρό, ιδιαίτερα όταν η λέξη που πέφτει επάνω του έχει χάσει και τη μορφή της και το νόημα της κι έχει αλλοιωθεί σε σημείο που να μην αναγνωρίζεται πια. Ο Χορ αποφεύγει πια τις συναντήσεις με αυτές τις άναρθρες κραυγές.

Έχει μάθει, τις σπάνιες φορές που μιλά, να κρατά τη φωνή του αρκετά χαμηλά ώστε να μην αφήνει ηχώ. Το όριο αυτό βρίσκεται ελάχιστα πιο πάνω από την απόλυτη σιωπή, μιας και αυτό το κτήριο διαθέτει εκπληκτική ακουστική."





Michael Ende - The mirror in the mirror (Der Spiegel im Spiegel)
http://en.wikipedia.org/wiki/The_mirror_in_the_mirror


Sunday, April 17, 2011

Ότι αξίζει ας αντέξει, ότι ξεθωριάζει ας χαθεί


Άνοιξε τα μάτια, και άσε το βλέμμα σου βάρβαρα να πέσει στου κόσμου την μικρότητα....
Ότι αξίζει ας αντέξει, ότι ξεθωριάζει ας χαθεί.....

Thursday, April 14, 2011

a butterfly's dream...

Once upon a time, I, Chuang Chou, dreamt I was a butterfly, fluttering hither and thither, to all intents and purposes a butterfly. I was conscious only of my happiness as a butterfly, unaware that I was Chou. Soon I awaked, and there I was, veritably myself again. Now I do not know whether I was then a man dreaming I was a butterfly, or whether I am now a butterfly, dreaming I am a man. Between a man and a butterfly there is necessarily a distinction. The transition is called the transformation of material things.

Sometimes a thousand twangling instruments Will hum about mine ears, and sometime voices




130




135
CALIBAN
Be not afeard. The isle is full of noises,
Sounds, and sweet airs that give delight and hurt not.
Sometimes a thousand twangling instruments
Will hum about mine ears, and sometime voices
That, if I then had waked after long sleep,
Will make me sleep again. And then, in dreaming,
The clouds methought would open and show riches
Ready to drop upon me, that when I waked
I cried to dream again.



Don’t be scared. This island is full of noises, strange sounds and sweet melodies that make you feel good and don’t hurt anyone. Sometimes I hear a thousand twanging instruments hum at my ears, and sometimes voices that send me back to sleep even if I had just woken up—and then I dreamed of clouds opening up and dropping such riches on me that when I woke up, I cried because I wanted to dream again.


The Tempest

William Shakespeare

Act 3, Scene 2, Page 7